αγκυροβόλημα

αγκυροβόλημα
το , αγκυροβόληση, αγκυροβόλία η мор.
1) отдача якоря; 2) причаливание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγκυροβόλημα" в других словарях:

  • αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλημα — το, ατος και αγκυροβόληση, η το ρίξιμο της άγκυρας, το φουντάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλιο — το (Α ἀγκυρηβόλιον και ἀγκυροβόλιον) τόπος κατάλληλος για το αγκυροβόλημα πλοίου, αραξοβόλι, όρμος, λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • υφορμος — ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, ον, ΜΑ μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος μσν. αρχ. ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση β) ο αγκυροβολημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως… …   Dictionary of Greek

  • φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • προσόρμιση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσορμίζω. 2. αγκυροβόλημα πλοίου, αλλ. άραγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουντάρισμα — το, ατος 1. βίαιη βύθιση, καταποντισμός, βούλιαγμα: Δε διορθώνεται πια, είναι σαπιοκάραβο· φουντάρισμα θέλει. 2. αγκυροβολιά, αγκυροβόληση, αγκυροβόλημα: Ύστερα από φουντάρισμα δυο ημερών στο λιμάνι του Αμβούργου, φύγαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»